Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
View word page
περισπάω
to draw off from around, to strip off
ShortDef
to draw off from around, to strip off
Debugging
Headword:
περισπάω
Headword (normalized):
περισπάω
Headword (normalized/stripped):
περισπαω
IDX:
69179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69180
Key:
Data
{'content': 'to draw off from around, to strip off'}