Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτασίη
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
View word page
ἀνδρόκλας
weakening men

ShortDef

weakening men

Debugging

Headword:
ἀνδρόκλας
Headword (normalized):
ἀνδρόκλας
Headword (normalized/stripped):
ανδροκλας
IDX:
6917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6918
Key:

Data

{'content': 'weakening men'}