Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
View word page
περισπαστικός
distracting
ShortDef
distracting
Debugging
Headword:
περισπαστικός
Headword (normalized):
περισπαστικός
Headword (normalized/stripped):
περισπαστικος
IDX:
69178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69179
Key:
Data
{'content': 'distracting'}