Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
View word page
περισπασμός
distraction
ShortDef
distraction
Debugging
Headword:
περισπασμός
Headword (normalized):
περισπασμός
Headword (normalized/stripped):
περισπασμος
IDX:
69176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69177
Key:
Data
{'content': 'distraction'}