Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
View word page
περισπαίρω
quiver round

ShortDef

quiver round

Debugging

Headword:
περισπαίρω
Headword (normalized):
περισπαίρω
Headword (normalized/stripped):
περισπαιρω
IDX:
69175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69176
Key:

Data

{'content': 'quiver round'}