Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
View word page
περισοφίζομαι
to overreach, cheat

ShortDef

to overreach, cheat

Debugging

Headword:
περισοφίζομαι
Headword (normalized):
περισοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περισοφιζομαι
IDX:
69173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69174
Key:

Data

{'content': 'to overreach, cheat'}