Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
View word page
περισοβέω
to chase about

ShortDef

to chase about

Debugging

Headword:
περισοβέω
Headword (normalized):
περισοβέω
Headword (normalized/stripped):
περισοβεω
IDX:
69172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69173
Key:

Data

{'content': 'to chase about'}