Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
View word page
περισμύχω
consume by a slow fire

ShortDef

consume by a slow fire

Debugging

Headword:
περισμύχω
Headword (normalized):
περισμύχω
Headword (normalized/stripped):
περισμυχω
IDX:
69171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69172
Key:

Data

{'content': 'consume by a slow fire'}