Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
View word page
περισμήχω
wipe over

ShortDef

wipe over

Debugging

Headword:
περισμήχω
Headword (normalized):
περισμήχω
Headword (normalized/stripped):
περισμηχω
IDX:
69170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69171
Key:

Data

{'content': 'wipe over'}