Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
View word page
περίσμημα
filings
ShortDef
filings
Debugging
Headword:
περίσμημα
Headword (normalized):
περίσμημα
Headword (normalized/stripped):
περισμημα
IDX:
69169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69170
Key:
Data
{'content': 'filings'}