Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτασίη
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
View word page
ἀνδροκάπραινα
lewd woman, wanton

ShortDef

lewd woman, wanton

Debugging

Headword:
ἀνδροκάπραινα
Headword (normalized):
ἀνδροκάπραινα
Headword (normalized/stripped):
ανδροκαπραινα
IDX:
6916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6917
Key:

Data

{'content': 'lewd woman, wanton'}