Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
View word page
περισμάω
wipe all round

ShortDef

wipe all round

Debugging

Headword:
περισμάω
Headword (normalized):
περισμάω
Headword (normalized/stripped):
περισμαω
IDX:
69168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69169
Key:

Data

{'content': 'wipe all round'}