Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
View word page
περισμαραγέω
to rattle all round

ShortDef

to rattle all round

Debugging

Headword:
περισμαραγέω
Headword (normalized):
περισμαραγέω
Headword (normalized/stripped):
περισμαραγεω
IDX:
69167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69168
Key:

Data

{'content': 'to rattle all round'}