Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
View word page
περισκυφίζω
make an incision round the scalp

ShortDef

make an incision round the scalp

Debugging

Headword:
περισκυφίζω
Headword (normalized):
περισκυφίζω
Headword (normalized/stripped):
περισκυφιζω
IDX:
69166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69167
Key:

Data

{'content': 'make an incision round the scalp'}