Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
View word page
περισκυτόω
cover with leather

ShortDef

cover with leather

Debugging

Headword:
περισκυτόω
Headword (normalized):
περισκυτόω
Headword (normalized/stripped):
περισκυτοω
IDX:
69165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69166
Key:

Data

{'content': 'cover with leather'}