Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
View word page
περισκυθιστής
one who scalps

ShortDef

one who scalps

Debugging

Headword:
περισκυθιστής
Headword (normalized):
περισκυθιστής
Headword (normalized/stripped):
περισκυθιστης
IDX:
69163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69164
Key:

Data

{'content': 'one who scalps'}