Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
View word page
περισκουτλόω
(scutula), cover

ShortDef

(scutula), cover

Debugging

Headword:
περισκουτλόω
Headword (normalized):
περισκουτλόω
Headword (normalized/stripped):
περισκουτλοω
IDX:
69161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69162
Key:

Data

{'content': '(scutula), cover'}