Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
View word page
περισκοπέω
to look round
ShortDef
to look round
Debugging
Headword:
περισκοπέω
Headword (normalized):
περισκοπέω
Headword (normalized/stripped):
περισκοπεω
IDX:
69159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69160
Key:
Data
{'content': 'to look round'}