Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
View word page
περισκληρύνω
make hard all round

ShortDef

make hard all round

Debugging

Headword:
περισκληρύνω
Headword (normalized):
περισκληρύνω
Headword (normalized/stripped):
περισκληρυνω
IDX:
69158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69159
Key:

Data

{'content': 'make hard all round'}