Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
View word page
περίσκληρος
very hard
ShortDef
very hard
Debugging
Headword:
περίσκληρος
Headword (normalized):
περίσκληρος
Headword (normalized/stripped):
περισκληρος
IDX:
69157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69158
Key:
Data
{'content': 'very hard'}