Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
View word page
περισκιρτάω
to leap round
ShortDef
to leap round
Debugging
Headword:
περισκιρτάω
Headword (normalized):
περισκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
περισκιρταω
IDX:
69156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69157
Key:
Data
{'content': 'to leap round'}