Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
View word page
περισκιασμός
obscuration

ShortDef

obscuration

Debugging

Headword:
περισκιασμός
Headword (normalized):
περισκιασμός
Headword (normalized/stripped):
περισκιασμος
IDX:
69154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69155
Key:

Data

{'content': 'obscuration'}