Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
View word page
περισκιάζομαι
to be overshadowed

ShortDef

to be overshadowed

Debugging

Headword:
περισκιάζομαι
Headword (normalized):
περισκιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περισκιαζομαι
IDX:
69153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69154
Key:

Data

{'content': 'to be overshadowed'}