Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
περισκορπίζω
View word page
περισκήνια
balustrade
ShortDef
balustrade
Debugging
Headword:
περισκήνια
Headword (normalized):
περισκήνια
Headword (normalized/stripped):
περισκηνια
IDX:
69150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69151
Key:
Data
{'content': 'balustrade'}