Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περισκοπέω
View word page
περίσκεψις
consideration
ShortDef
consideration
Debugging
Headword:
περίσκεψις
Headword (normalized):
περίσκεψις
Headword (normalized/stripped):
περισκεψις
IDX:
69149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69150
Key:
Data
{'content': 'consideration'}