Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
View word page
περισκέπω
cover
ShortDef
cover
Debugging
Headword:
περισκέπω
Headword (normalized):
περισκέπω
Headword (normalized/stripped):
περισκεπω
IDX:
69148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69149
Key:
Data
{'content': 'cover'}