Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
View word page
περίσκεπτος
to be seen on all sides, far-seen, conspicuous
ShortDef
to be seen on all sides, far-seen, conspicuous
Debugging
Headword:
περίσκεπτος
Headword (normalized):
περίσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
περισκεπτος
IDX:
69147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69148
Key:
Data
{'content': 'to be seen on all sides, far-seen, conspicuous'}