Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
View word page
περισκεπτέον
one must consider

ShortDef

one must consider

Debugging

Headword:
περισκεπτέον
Headword (normalized):
περισκεπτέον
Headword (normalized/stripped):
περισκεπτεον
IDX:
69146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69147
Key:

Data

{'content': 'one must consider'}