Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
View word page
περισκεπάζω
cover, screen all round

ShortDef

cover, screen all round

Debugging

Headword:
περισκεπάζω
Headword (normalized):
περισκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
περισκεπαζω
IDX:
69144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69145
Key:

Data

{'content': 'cover, screen all round'}