Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
περισκιάζομαι
View word page
περίσκεμμα
inquiry, examination

ShortDef

inquiry, examination

Debugging

Headword:
περίσκεμμα
Headword (normalized):
περίσκεμμα
Headword (normalized/stripped):
περισκεμμα
IDX:
69143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69144
Key:

Data

{'content': 'inquiry, examination'}