Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
περισκηνόω
περισκήπτω
View word page
περισκέλλω
dried up : wiry, lean

ShortDef

dried up : wiry, lean

Debugging

Headword:
περισκέλλω
Headword (normalized):
περισκέλλω
Headword (normalized/stripped):
περισκελλω
IDX:
69142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69143
Key:

Data

{'content': 'dried up : wiry, lean'}