Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
περισκήνια
View word page
περισκελίζω
supplanto

ShortDef

supplanto

Debugging

Headword:
περισκελίζω
Headword (normalized):
περισκελίζω
Headword (normalized/stripped):
περισκελιζω
IDX:
69140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69141
Key:

Data

{'content': 'supplanto'}