Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
περίσκεψις
View word page
περισκελία
hardness

ShortDef

hardness

Debugging

Headword:
περισκελία
Headword (normalized):
περισκελία
Headword (normalized/stripped):
περισκελια
IDX:
69139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69140
Key:

Data

{'content': 'hardness'}