Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
View word page
ἀνδρόθεν
from a man

ShortDef

from a man

Debugging

Headword:
ἀνδρόθεν
Headword (normalized):
ἀνδρόθεν
Headword (normalized/stripped):
ανδροθεν
IDX:
6913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6914
Key:

Data

{'content': 'from a man'}