Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
περισκέπω
View word page
περισκέλια
drawers
ShortDef
drawers
Debugging
Headword:
περισκέλια
Headword (normalized):
περισκέλια
Headword (normalized/stripped):
περισκελια
IDX:
69138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69139
Key:
Data
{'content': 'drawers'}