Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
περίσκεπτος
View word page
περισκελής2
round the leg

ShortDef

dry and hard all round, exceeding hard
round the leg

Debugging

Headword:
περισκελής2
Headword (normalized):
περισκελής
Headword (normalized/stripped):
περισκελης2
IDX:
69137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69138
Key:

Data

{'content': 'round the leg'}