Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
περισκεπτέον
View word page
περισκελής
dry and hard all round, exceeding hard
ShortDef
dry and hard all round, exceeding hard
round the leg
Debugging
Headword:
περισκελής
Headword (normalized):
περισκελής
Headword (normalized/stripped):
περισκελης
IDX:
69136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69137
Key:
Data
{'content': 'dry and hard all round, exceeding hard'}