Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
περισκεπάζω
περισκεπής
View word page
περισκέλεια
hardness, harshness

ShortDef

hardness, harshness

Debugging

Headword:
περισκέλεια
Headword (normalized):
περισκέλεια
Headword (normalized/stripped):
περισκελεια
IDX:
69135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69136
Key:

Data

{'content': 'hardness, harshness'}