Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
περίσκεμμα
View word page
περίσκαψις
digging all round

ShortDef

digging all round

Debugging

Headword:
περίσκαψις
Headword (normalized):
περίσκαψις
Headword (normalized/stripped):
περισκαψις
IDX:
69133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69134
Key:

Data

{'content': 'digging all round'}