Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
περισκελίς
περισκέλλω
View word page
περισκάπτω
dig round
ShortDef
dig round
Debugging
Headword:
περισκάπτω
Headword (normalized):
περισκάπτω
Headword (normalized/stripped):
περισκαπτω
IDX:
69132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69133
Key:
Data
{'content': 'dig round'}