Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
περισκελίζω
View word page
περισκαίρω
jump about
ShortDef
jump about
Debugging
Headword:
περισκαίρω
Headword (normalized):
περισκαίρω
Headword (normalized/stripped):
περισκαιρω
IDX:
69130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69131
Key:
Data
{'content': 'jump about'}