Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
περισκελία
View word page
περισίδηρος
cased with iron

ShortDef

cased with iron

Debugging

Headword:
περισίδηρος
Headword (normalized):
περισίδηρος
Headword (normalized/stripped):
περισιδηρος
IDX:
69129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69130
Key:

Data

{'content': 'cased with iron'}