Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
περισκέλια
View word page
περισιδηρόομαι
to be cased with iron

ShortDef

to be cased with iron

Debugging

Headword:
περισιδηρόομαι
Headword (normalized):
περισιδηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
περισιδηροομαι
IDX:
69128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69129
Key:

Data

{'content': 'to be cased with iron'}