Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
περισκελής2
View word page
περισιαλόομαι
to be broidered round the edge

ShortDef

to be broidered round the edge

Debugging

Headword:
περισιαλόομαι
Headword (normalized):
περισιαλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περισιαλοομαι
IDX:
69127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69128
Key:

Data

{'content': 'to be broidered round the edge'}