Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
περισκελής
View word page
περισθενής
exceeding strong

ShortDef

exceeding strong

Debugging

Headword:
περισθενής
Headword (normalized):
περισθενής
Headword (normalized/stripped):
περισθενης
IDX:
69126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69127
Key:

Data

{'content': 'exceeding strong'}