Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
περισκάλλω
περισκάπτω
περίσκαψις
περισκελασία
περισκέλεια
View word page
περισθενέω
to be exceeding strong

ShortDef

to be exceeding strong

Debugging

Headword:
περισθενέω
Headword (normalized):
περισθενέω
Headword (normalized/stripped):
περισθενεω
IDX:
69125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69126
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding strong'}