Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
περισκαίρω
View word page
περισείω
be tossed about, float in the air
ShortDef
be tossed about, float in the air
Debugging
Headword:
περισείω
Headword (normalized):
περισείω
Headword (normalized/stripped):
περισειω
IDX:
69120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69121
Key:
Data
{'content': 'be tossed about, float in the air'}