Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
περισίδηρος
View word page
περισείομαι
to be shaken all round

ShortDef

to be shaken all round

Debugging

Headword:
περισείομαι
Headword (normalized):
περισείομαι
Headword (normalized/stripped):
περισειομαι
IDX:
69119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69120
Key:

Data

{'content': 'to be shaken all round'}