Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
View word page
ἀνδροελής
subduing men

ShortDef

subduing men

Debugging

Headword:
ἀνδροελής
Headword (normalized):
ἀνδροελής
Headword (normalized/stripped):
ανδροελης
IDX:
6911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6912
Key:

Data

{'content': 'subduing men'}