Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
περισιδηρόομαι
View word page
περισβέννυμι
quench all round

ShortDef

quench all round

Debugging

Headword:
περισβέννυμι
Headword (normalized):
περισβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
περισβεννυμι
IDX:
69118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69119
Key:

Data

{'content': 'quench all round'}